καλλικολώνῃ

καλλικολώνῃ
καλλικολώνη
Fair-hill
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλικολώνη — καλλικολώνη, ἡ και καλλικόλωνος, ὁ (Α) (για λόφο που βρισκόταν στην Τροία στον Σιμόεντα) ο ωραίος λόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κολώνη «λόφος»] …   Dictionary of Greek

  • Καλλικολώνη — Fair hill fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλικολώνη — Fair hill fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλικολώνῃ — Καλλικολώνη Fair hill fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλικολώνης — Καλλικολώνη Fair hill fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλικολώνης — καλλικολώνη Fair hill fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФИМБРА —    • Thymbra,          Θύμβρη, древний, рано исчезнувший город у реки Фимбрия, на севере от Илиона. Поблизости его находился холм Καλλικολώνη. Β Φ. был храм Аполлона. Ноm. Il. 10, 430. 20, 53. Strab. 13, 598 …   Реальный словарь классических древностей

  • κολώνη — κολώνη, ἡ (Α) 1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ. β. «μέσσαι δ ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.) 2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.) 3. τόπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”